- κίναιδος
- κίναιδοςcatamitemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον … Dictionary of Greek
κίναιδος — ο αρσενικός παθητικός ομοφυλόφιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιναίδοις — κίναιδος catamite masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναίδου — κίναιδος catamite masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναίδους — κίναιδος catamite masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναίδων — κίναιδος catamite masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιναίδῳ — κίναιδος catamite masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίναιδε — κίναιδος catamite masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίναιδοι — κίναιδος catamite masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίναιδον — κίναιδος catamite masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)